ὠβά — ὠβά̱ , ὠβά fem nom/voc/acc dual ὠβά̱ , ὠβά fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠβάς — ὠβά̱ς , ὠβά fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠβαί — ὠβά fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
οίη — Ονομασία δύο αρχαίων οικισμών. 1. Δήμος της αρχαίας Αττικής. Ονομαζόταν και Όα ή Οή. Ο κάτοικος του ονομαζόταν Οεύς ή Οαεύς ή Οαιεύς. Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει κάποια Οίη, που την τοποθετεί στην Αίγινα. Όπως γράφει, οι Αιγινήτες είχαν μεταφέρει… … Dictionary of Greek
ωβάζω — Α [ὠβά] διαιρώ τον λαό σε ωθές … Dictionary of Greek
ωβάτης — Α (κατά τον Ησύχ.) «φυλέτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠβά + επίθημα της*] … Dictionary of Greek
ωγή — ἡ, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «κώμη» β) «φάλαγγος τὸ ἔσχατον καὶ τὸ ἄκρον» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «διάφραξις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λακων. ὠβά*, με αντιπροσώπευση τού F ως γ ] … Dictionary of Greek
ώα — (I) η / ὤα, ΝΜΑ, και όα Ν, και ᾦα ΜΑ, και ὄα και ὀά και οἴα και ὠία και ὤια Α παρυφή ενδύματος ή υφάσματος, ούγια νεοελλ. φρ. «αιδοιική ώα» ανατ. τα υπερτροφικά χείλη γυναικείου αιδοίου νεοελλ. μσν. περιθώριο σελίδας βιβλίου αρχ. 1. δέρμα… … Dictionary of Greek